Η ταινία που καθιέρωσε τον Kiyoshi Kurosawa ως τον μάστερ του αργού τρόμου είναι ένα αληθινό αριστούργημα του ιαπωνικού τρόμου (J-horror), μέσα από μια μοναδική προσέγγιση που συνδυάζει τον τρόμο με την ταινία εγκλήματος και μια επιβλητική ατμόσφαιρα με αιχμηρά κοινωνικά σχόλια.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από μια σειρά δολοφονιών που λαμβάνουν χώρα στο Τόκιο. Τα κοινά στοιχεία στις υποθέσεις είναι ένα X χαραγμένο με αίμα στον λαιμό των θυμάτων και το γεγονός ότι ο δολοφόνος βρίσκεται κοντά στα θύματα, αλλά δεν θυμάται τίποτα. Ο ντετέκτιβ Τακάμπε και ο ψυχολόγος Σακούμα προσπαθούν να βρουν τι συνέβη, αλλά η έρευνά τους οδηγείται σε αδιέξοδο. Τελικά, ένας άντρας με το όνομα Μαμίγια εμφανίζεται ως ο κοινός σύνδεσμος μεταξύ των δολοφονιών.
Αντί να καταφύγει σε ανατροπές, ο Κουροσάβα δημιουργεί σταδιακά έναν λαβύρινθο που συνδυάζει τον τρόμο με τη σύγχυση, σε μια τακτική που αναδεικνύει την ευφυΐα τόσο της σκηνοθεσίας όσο και της γραφής του. Η κλιμάκωση της έντασης μέσα από την αφήγηση είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της ταινίας, καθώς ο Κουροσάβα δημιουργεί έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης του υπερφυσικού. Ο Κότζι Γιάκουσο, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της πλούσιας φιλμογραφίας του, λειτουργεί ως δέκτης αυτής της έντασης, με την αλλαγή στη στάση του που φτάνει στα όρια της νευρικής κατάρρευσης καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται, να είναι από τα κυριότερα σημεία της ταινίας, ενώ οι σκηνές όπου ξεσπά είναι από τις πιο αξέχαστες του είδους.
Στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται ο Μασάτο Χαγκιγάρα ως Μαμίγια, ο οποίος υποδύεται τον ιδιοφυή ψυχωτικό με μια αποφασιστικότητα που ταιριάζει απόλυτα στην αισθητική της ταινίας, ενώ αντιτίθεται πλήρως στη στάση του Τακάμπε. Αυτή η παρουσίαση, που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται φυσιολογικό και δίκαιο, της καθοδικής πορείας ενός άνδρα που υποτίθεται πως βρίσκεται στη «σωστή» πλευρά του νόμου και της συνεχούς ψυχραιμίας του ανθρώπου που βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη θέση, αποτελεί ένα από τα βασικά θέματα του «Cure».
Ο Κουροσάβα χρησιμοποιεί την αφήγηση για να παρουσιάσει την άποψή του για την ανθρώπινη φύση, τονίζοντας, με μεταφορικό τρόπο, το γεγονός ότι η ταυτότητα ενός ατόμου διαμορφώνεται, και συνεπώς μπορεί να αλλάξει, από τους ανθρώπους με τους οποίους αλληλεπιδρά και τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή του. Με την παρουσίαση αυτής της θεωρίας δίνει μια εύγλωττη απάντηση στο ερώτημα «Οι δολοφόνοι γεννιούνται ή διαμορφώνονται;».
Στη δημιουργία της επιβλητικής ατμόσφαιρας της ταινίας, ο Κουροσάβα επωφελείται στο έπακρο από τη φωτογραφία του Νοριάκι Κικουμούρα, ο οποίος καταφέρνει να διατηρήσει την αίσθηση της σύγχυσης και να παρουσιάσει την σταδιακή αποδόμηση του Τακάμπε με τον πιο περίτεχνο τρόπο, σε έναν αριθμό τοποθεσιών που περιλαμβάνουν αστυνομικά τμήματα, την αίθουσα ανάκρισης, το κελί, το ψυχιατρικό τμήμα, κ.ά. Τα κάδρα του είναι εξαιρετικά, με τις εικόνες στη θάλασσα και το εγκαταλελειμμένο σπίτι στην εξοχή να είναι τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της τεχνικής του. Αυτός και ο Κουροσάβα δεν αποφεύγουν να απεικονίσουν την βία στην ταινία, αν και αυτό το στοιχείο είναι πιο υποτονικό σε σύγκριση με την πλειοψηφία των παραγωγών ιαπωνικού τρόμου.
Το ίδιο ισχύει και για το μοντάζ του Καν Σουζούκι, το οποίο, σε κάποιες στιγμές, είναι η κύρια πηγή τρόμου στην ταινία, μέσα από μια σειρά από ξαφνικά κοψίματα, που συνήθως απεικονίζουν τον θάνατο ενός χαρακτήρα. Αυτή η ξαφνική αλλαγή ταχύτητας, αφού η ταινία κινείται με σχετικά αργό ρυθμό στο μεγαλύτερο μέρος της, λειτουργεί πολύ καλά, τόσο ως προς τον τρόμο όσο και ως μια μορφή ανακούφισης από το «βάρος» της ατμόσφαιρας.
Το «Cure» είναι ένα αληθινό αριστούργημα που ξεπερνά τα όρια του ιαπωνικού τρόμου συνδυάζοντάς τον με έναν αριθμό φιλοσοφικών σχολίων, ενώ το χαρακτηριστικό του Κουροσάβα να δημιουργεί επιβλητικές ατμόσφαιρες βρίσκει εδώ το απόγειό του. Μια ταινία που πρέπει να δει κάθε λάτρης του κινηματογράφου.