Filipino Reviews Reviews

Κριτική Ταινίας: Αγία Έμυ (2021) της Αρασέλη Λεμού

Δεν είναι ακριβώς σύνηθες φαινόμενο να παρακολουθούμε ελληνική ταινία που ασχολείται με τους Φιλιππινέζους που κατοικούν στην χώρα, και ακόμα περισσότερο, ταινίες που μοιάζουν φιλιππινέζικες τουλάχιστον όσο ελληνικές. Η Αρασέλη Λεμού όμως, κατάφερε να γυρίσει μια τέτοια παραγωγή, σε ένα φιλμ που είναι περίεργο, ιντριγκαδόρικο, ακόμα και καθηλωτικό ενίοτε.

Η Αγία Έμυ προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους από την Weird Wave

Καθώς η μητέρα τους έχει επιστρέψει στις Φιλιππίνες μετά από μια σειρά περίεργων γεγονότων στο σπίτι που δούλευε ως οικιακή βοηθός, οι αδερφές Έμυ και Τερέζα έχουν μείνει μόνες να φροντίζουν η μία την άλλη, με την βοήθεια μιας θείας, της Λίντα, και της φιλιππινέζικης, καθολικής κοινότητας των Αθηνών. Η Τερέζα εργάζεται σε ένα ιχθυοπωλείο και προσπαθεί να πείσει τον ιδιοκτήτη να προσλάβει και την αδερφή της. Η Έμυ, όμως, πάσχει από μια ασυνήθιστη πάθηση που την αναγκάζει να χύνει δάκρυα από αίμα ενίοτε, γεγονός που έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα και σε αυτήν και στην αδερφή της. Με τον καιρό, η σύνδεση μεταξύ των θεραπευτικών ιδιοτήτων της μητέρας της και της κατάστασής της έρχεται στο προσκήνιο, ενώ, παράλληλα, η Έμυ καταλήγει να εργάζεται στο ίδιο σπίτι και η Τερέζα μένει έγκυος από έναν ιχθυέμπορα που φαίνεται να έχει κάποια σχέδια και για την αδερφή της.

«Η Αγία Έμυ» είναι μια πολύ δύσκολη ταινία να περιγράψεις, μιας και η Λαιμού υιοθετεί μια αφηγηματική προσέγγιση που συνδυάζει την «παραμόρφωση» του ελληνικού Weird Wave με τον μαγικό ρεαλισμό που συναντάται συχνά στον φιλιππινέζικο κινηματογράφο, σέ ένα πακέτο όπου η θρησκεία, ο μυστικισμός, ακόμα και η μαγεία φαίνεται να συνυπάρχουν. Αυτό το πραγματικά παράλογο αμάλγαμα δεν βγάζει νόημα πλήρως, και το σενάριο, σε καμία περίπτωση,δεν απαντά σε κάθε ερώτηση που προκύπτει. Από την άλλη, όμως, η γενικότερη ατμόσφαιρα αποπροσανατολισμού και μυστηρίου που αποπνέει η ταινία λειτουργεί εξαιρετικά, κουβαλώντας την, στην ουσία, από την αρχή ως το τέλος. Επιπλέον, τα σχόλια που παρουσιάζει η Λαιμού, για την σχέση μεταξύ αδερφών, τι είναι μαγεία και τι θρησκεία, και ποια θα ήταν η αντιμετώπιση που θα συναντούσε στις μέρες μας κάποιος που θα μπορούσε να κάνει θαύματα, είναι άκρως εύγλωττα, ενώ η απεικόνισή τους μέσω ενός συνδυασμού μυστηρίου, γκροτέσκων εικόνων και χιούμορ, λειτουργεί εξαιρετικά.

Η ασυνήθιστη αυτή μορφή αρτιότητας, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως τελετουργική ενίοτε, είναι επίσης φανερή στα τεχνικά χαρακτηριστικά της ταινίας. Ο διευθυντής φωτογραφίας Κιμ Κι-τζιν χρησιμοποιεί μια σειρά τεχνικών για να αναδείξει τις δύο αδερφές και το γενικότερο περιβάλλον τους, με έναν τρόπο που προσθέτει στην προαναφερθείσα αισθητική της ταινίας, με τα κοντινά στην Έμυ και τα μάτια της ιδίως, να είναι άκρως επιδραστικά. Σε συνδυασμό με τα ειδικά εφέ, καταλήγουν σε μια σειρά εντυπωσιακών σκηνών, με αυτές στην θάλασσα, τις «θεραπείες», το μωρό και το λεωφορείο να είναι πραγματικά αξιομνημόνευτες. Τέλος, το μοντάζ της Λαιμού και της Raphaëlle Martin-Hölger έχει ως αποτέλεσμα έναν ρυθμό που μοιάζει art-house αλλά είναι αρκετά γρηγορότερος στην πραγματικότητα ενώ ταιριάζει απόλυτα με το γενικότερο στυλ του φιλμ.

H ‘Αμπιγκεηλ Λόμα ως Έμυ είναι αρκετά πειστική στο ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, ως η ενσάρκωση του προαναφερθέντος αμαλγάματος, με τα «σατανικά βλέμματα» της ιδιαίτερα να είναι αλησμόνητα, και την δυσφορία και τον προβληματισμό της για την κατάστασή της, εξαιρετικά δοσμένα. Η Χασμάιν Κίλιπ ως Τερέζα είναι επίσης καλή στις αλληλεπιδράσεις της με την Λόμα, ιδιαίτερα στις δραματικές, ενώ η παρουσία της Ανγκέλι Μπαγιάνι και του Κου Ακουίνο προσθέτουν μια καλοδεχούμενη νότα εμπειρίας και ποιότητας στην ταινία.

Η «Αγία Έμυ» δεν είναι αψεγάδιαστη, ή εντελώς λογική για να λέμε την αλήθεια, και αν κάποιος εξέταζε την ταινία σκηνή-σκηνή, κάποια λάθη είναι βέβαιο ότι θα έβγαιναν στο προσκήνιο. Σαν σύνολο όμως, και με έναν παράδοξο τρόπο, βγάζει νόημα, και μέσω της πρωτότυπης προσέγγισης της Λαιμού, καταλήγει ένα φιλμ που διατηρεί το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, όντας, παράλληλα, άκρως διασκεδαστική.

About the author

Panos Kotzathanasis

My name is Panos Kotzathanasis and I am Greek. Being a fan of Asian cinema and especially of Chinese kung fu and Japanese samurai movies since I was a little kid, I cultivated that love during my adolescence, to extend to the whole of SE Asia.

Starting from my own blog in Greek, I then moved on to write for some of the major publications in Greece, and in a number of websites dealing with (Asian) cinema, such as Taste of Cinema, Hancinema, EasternKicks, Chinese Policy Institute, and of course, Asian Movie Pulse. in which I still continue to contribute.

In the beginning of 2017, I launched my own website, Asian Film Vault, which I merged in 2018 with Asian Movie Pulse, creating the most complete website about the Asian movie industry, as it deals with almost every country from East and South Asia, and definitely all genres.

You can follow me on Facebook and Twitter.

Subscribe to Our Newsletter

>